χειροσκόπος

χειροσκόπος
χειρο-σκόπος, die Hand beschauend, bes. um daraus zu weissagen; der beim Abstimmen die aufgehobenen Hände zählt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειροσκόπος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ο χειρομάντης 2. αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια κατά την ψηφοφορία 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο… …   Dictionary of Greek

  • χειροσκόποι — χειροσκόπος inspecting the hand masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειροσκοπία — η / χειροσκοπία, ΝΜ, και χεροσκοπία Ν [χειροσκόπος] η χειρομαντεία …   Dictionary of Greek

  • χειροσκοπικός — ή, όν, Μ [χειροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροσκοπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”